βουνός

βουνός
1015 βουνός
{сущ., 2}
холм, бугор, возвышенность (Лк. 3:5; 23:30).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βουνός" в других словарях:

  • βουνός — hill masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοῦνος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουνός — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ερμή και της Αλκιδάμειας. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Αιήτης, φεύγοντας από τη χώρα του, του εμπιστεύτηκε τον θρόνο με την εντολή να τον κρατήσει έως την επιστροφή του ή την επιστροφή κάποιου από τους απογόνους του. Ο Β.… …   Dictionary of Greek

  • βουνοῖς — βουνός hill masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουνοί — βουνός hill masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουνοῦ — βουνός hill masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουνούς — βουνός hill masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουνῶν — βουνός hill masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουνῷ — βουνός hill masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουνόν — βουνός hill masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοῦνοι — Βοῦνος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»